- μικροκρύσταλλος
- ο(χημ.-ορυκτολ.) μικροσκοπικός κρύσταλλος, ο οποίος αποτελεί στοιχείο, τής δομής τών μικροκρυσταλλικών υλικών, κυρίως μετάλλων και κραμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. microcrystal < micro- (βλ. μικρ[ο]-) + crystal (< κρύσταλλος)].
Dictionary of Greek. 2013.